ΑΛΛΕΣ ΠΑΘΗΣΕΙΣ: Θυρεοειδής / Hashimoto / Υποθυρεοειδισμός
Θυρεοειδίτιδα του Χασιμότο
Μια νέα και συχνή διαταραχή του θυρεοειδούς αδένα έχει εμφανισθεί τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα στις γυναίκες. Το όνομα αυτής: αντισώματα του θυρεοειδούς ή αυτοάνοση θυρεοειδίτιδα. Σύμφωνα μάλιστα με πανεπιστημιακές μελέτες, αυτή είναι σήμερα η συχνότερη αιτία για την οποία οι Έλληνες αναπτύσσουν βρογχοκήλη στον θυρεοειδή- και όχι η έλλειψη ιωδίου, όπως παλιά.
Παράλληλα, οι παθήσεις αυτού του ευαίσθητου αδένα, οι οποίες επηρεάζουν όλη τη λειτουργία του οργανισμού μας, φαίνεται να έχουν πάρει τη μορφή «επιδημίας», ιδίως στον γυναικείο πληθυσμό. Ολοένα και περισσότερες σύγχρονες γυναίκες ξεκινούν πια την ημέρα τους με το «χαπάκι για τον θυρεοειδή». «Οι παθήσεις του θυρεοειδούς είναι συχνές στον γενικό πληθυσμό και ιδιαίτερα στις γυναίκες», λέει η ενδοκρινολόγος, αναπληρώτρια καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Μαρία Αλεβιζάκη. «Τα διαγνωστικά μέσα που έχουμε σήμερα στα χέρια μας είναι πολλά και πιθανολογούμε ότι αυτός είναι ο κυριότερος λόγος που φαινομενικά εμφανίζουν αύξηση οι παθήσεις του θυρεοειδούς».
Οι πιο συχνές διαταραχές :
Οι συνηθέστερες παθήσεις του θυρεοειδούς αφορούν το μέγεθός του και τη μορφολογία του. «Για παράδειγμα, μια συχνή διαταραχή είναι η βρογχοκήλη, που σημαίνει διόγκωση του θυρεοειδούς και αποτελεί προσαρμογή σε κάποιο έλλειμμα στη σύνθεση των ορμονών», εξηγεί η κ. Αλεβιζάκη.
«Μια άλλη, επίσης συχνή, διαταραχή είναι η παρουσία όζων, συνέπεια της χρόνιας υπερπλασίας και βρίσκονται σχεδόν πάντα σε βρογχοκήλες που επιμένουν για πολλά χρόνια. Η άλλη κατηγορία διαταραχών αφορά τη λειτουργία του, μπορεί δηλαδή να έχουμε αυξημένη λειτουργία (υπερθυρεοειδισμός) ή ελαττωμένη λειτουργία (υποθυρεοειδισμός)».
Μια νέα διαταραχή, όμως, ήρθε να προστεθεί στη γνωστή γκάμα. «Τα τελευταία χρόνια έχει παρουσιαστεί μια άλλη συχνή διαταραχή του θυρεοειδούς, που δεν είμαστε ακόμη εντελώς σίγουροι αν εμφανίζει πραγματική αύξηση στη συχνότητά της ή είναι θέμα των περισσότερων εργαστηριακών μέσων που έχουμε τώρα στα χέρια μας και μπορούμε έτσι να τη διαπιστώνουμε πιο εύκολα», μας πληροφορεί η κ. Αλεβιζάκη. «Πρόκειται για τα αντισώματα του θυρεοειδούς, τα οποία είναι ουσίες που κυκλοφορούν στο αίμα μας, μετρώνται με τις εργαστηριακές εξετάσεις που γίνονται για τον έλεγχο του θυρεοειδούς και αποτελούν μια συχνή αιτία παραπομπής των ασθενών στον ενδοκρινολόγο γιατρό».
Τι είναι τα αντισώματα του θυρεοειδούς : Τα αντισώματα είναι ουσίες που παράγουν εξειδικευμένα κύτταρα του οργανισμού μας, συνήθως ως άμυνα εναντίον βλαπτικών παραγόντων του περιβάλλοντος που εισέρχονται στον οργανισμό μας. Οι παράγοντες αυτοί του περιβάλλοντος είναι συνήθως μικρόβια, ιοί και συστατικά των μικροβίων και των ιών και τα αντισώματα που δημιουργούνται έχουν σκοπό να τα καταπολεμήσουν. Τα προστατευτικά αυτά αντισώματα εξακολουθούν να παράγονται για αρκετά χρόνια μετά την επαφή με τον ξένο οργανισμό. «Τα κύτταρα, όμως, του οργανισμού που είναι «εντεταλμένα» να φτιάχνουν αντισώματα για τους ξένους βλαπτικούς παράγοντες, μπορούν μερικές φορές να ΄΄ξεγελαστούν΄΄ και να φτιάξουν αντισώματα εναντίον κυττάρων του ίδιου του οργανισμού», περιγράφει η κ. Αλεβιζάκη.
«Τα αντισώματα αυτά τα ονομάζουμε αυτοαντισώματα και η παρουσία τους στον οργανισμό μπορεί να είναι από αθώα μέχρι σημαντική για την υγεία μας, ανάλογα με τα κύτταρα εναντίον των οποίων δημιουργούνται. Ένα είδος κυττάρων του οργανισμού, για το οποίο φαίνεται ότι δημιουργούνται συχνά τέτοια αυτοαντισώματα, είναι τα κύτταρα του θυρεοειδούς. Όταν αυτά δημιουργηθούν, αναπτύσσεται μια πάθηση, που ονομάζεται αυτοάνοση θυρεοειδίτιδα».
Μερικές φορές, οι επιστήμονες αναφέρουν την πάθηση αυτή ως θυρεοειδίτιδα Ηashimoto, από το όνομα ενός Ιάπωνα χειρουργού-ερευνητή, ο οποίος περιέγραψε μια μορφή της πάθησης αυτής με ιδιαίτερα διογκωμένο θυρεοειδή και πολλές διηθήσεις από λεμφοκύτταρα.
Τι τα δημιουργεί:
Για ποιον λόγο δημιουργούνται τα αντισώματα του θυρεοειδούς σε ορισμένους ανθρώπους;
«Δεν υπάρχει τελική απάντηση στο ερώτημα αυτό, παρόλο που αρκετοί ερευνητές στον κόσμο προσπαθούν να το διαλευκάνουν», απαντά η κ. Αλεβιζάκη. «Το βέβαιο είναι ότι την ανάπτυξη των αντισωμάτων την ευνοεί ένας συνδυασμός παραγόντων, οι οποίοι είναι τα γονίδια προδιάθεσης και κάποιοι παράγοντες από το περιβάλλον».
Γονίδια προδιάθεσης:
Ελάχιστα είναι γνωστά για το ποια ακριβώς είναι τα γονίδια που προδιαθέτουν για την πάθηση αυτή. Οι πληροφορίες προέρχονται περισσότερο από τις μελέτες των οικογενειών που έχουν τέτοια προδιάθεση και όπου ανευρίσκονται περισσότερα άτομα από την ίδια οικογένεια να παρουσιάζουν αυτοάνοση θυρεοειδίτιδα και μεγαλύτερη συχνότητα από όση στον γενικό πληθυσμό. Αντίστοιχες πληροφορίες υπάρχουν και από τις μελέτες των διδύμων αδελφών, οι οποίες δείχνουν ότι οι πανομοιότυποι δίδυμοι έχουν πιο συχνά και οι δυο αντισώματα για τον θυρεοειδή, σε σχέση με τους μη πανομοιότυπους διδύμους.
Παράγοντες από το περιβάλλον:Η μόνη επίσημα αναγνωρισμένη αιτία είναι η αυξημένη πρόσληψη ιωδίου σε υπερβολικά ποσά, η οποία μπορεί να συνοδεύεται από αύξηση της αυτοανοσίας. Σε όλα τα μέρη του κόσμου που έχουν γίνει τέτοιες μελέτες, η επίπτωση των αντισωμάτων είναι μεγαλύτερη στις περιοχές με επάρκεια ιωδίου και σπανιότερη στις περιοχές με έλλειψη ιωδίου. Η χώρα μας ανήκει σήμερα στις χώρες με επάρκεια ιωδίου και δεν αποκλείεται να είναι αυτή μια αιτία που έχουμε και εμείς σημαντική επίπτωση αυτής της διαταραχής.
«Άλλη αιτία του περιβάλλοντος που έχει διερευνηθεί είναι η έκθεση σε ιοντίζουσες ακτινοβολίες», επισημαίνει η κ. Αλεβιζάκη. «Έχουν γίνει μελέτες και σε άτομα που εργάζονται κοντά σε πηγές ακτινοβολίας και ενδεχομένως εκτίθενται χρονίως σε μικρές δόσεις, καθώς και σε άτομα που εκτέθηκαν σε μεγάλες δόσεις, π.χ. σε ατομική βόμβα ( όπως στο Ναγκασάκι) ή σε πυρηνικά ατυχήματα (όπως το Τσερνόμπιλ). Μερικές από αυτές τις μελέτες έδειξαν μια αύξηση της επίπτωσης των αντισωμάτων του θυρεοειδούς, αλλά αυτή η αύξηση δεν βρέθηκε σε όλες τις μελέτες».
Το συνολικό συμπέρασμα των μελετών αυτών είναι ότι πιθανότατα η έκθεση σε ακτινοβολία μπορεί να προκαλέσει μικρή αύξηση των αντισωμάτων, μέσω ενδεχομένως καταστροφής θυρεοειδικών κυττάρων και ελευθέρωσης εσωτερικών αντιγόνων. Φαίνεται, όμως, ότι αυτό συμβαίνει κυρίως σε άτομα με έλλειψη ιωδίου και περισσότερο στις γυναίκες σε σχέση με τους άνδρες. «Ένας άλλος παράγοντας του περιβάλλοντος που διερευνούμε τώρα στην Ερευνητική Ενδοκρινολογική Μονάδα του Πανεπιστημίου Αθηνών, στο Ευγενίδειο Θεραπευτήριο, είναι ο ρόλος που παίζει η διατροφή μας στην ανάπτυξη αυτών των αντισωμάτων, καθώς και ο ρόλος διαφόρων ιχνοστοιχείων σημαντικών για τον θυρεοειδή, όπως είναι το σελήνιο», προσθέτει η καθηγήτρια. Αρκετές μελέτες έχουν διερευνήσει τον ρόλο του στρες της καθημερινής ζωής στην ανάπτυξη των αντισωμάτων αυτών. Οι μελέτες δεν έχουν αποδείξει σημαντικό ρόλο του παράγοντα αυτού παρά μόνο για τον υπερθυρεοειδισμό. Το ίδιο ισχύει για το κάπνισμα.
Πότε πρέπει να μετρώνται τα αντισώματα:
«Δεν πρέπει τα αντισώματα να μετρώνται ως εξέταση ρουτίνας και δεν πρέπει να μας τρομάζουν αν τα βρούμε σε τυχαίο έλεγχο», διευκρινίζει η κ. Αλεβιζάκη.
«Επειδή η παρουσία αυτών των αυτοαντισωμάτων παρουσιάζει σημαντική οικογενειακή επίπτωση, ενδεχομένως θα πρέπει να μετρώνται σε άτομα που ανήκουν σε οικογένειες στις οποίες έχουμε ήδη κάποια πάθηση του θυρεοειδούς, για να αναγνωριστεί η πιθανή προδιάθεση για αυτοάνοση θυρεοειδίτιδα. Αν τα αντισώματα του θυρεοειδούς βρεθούν θετικά, τότε θα πρέπει να συμβουλεύονται τον ειδικό ενδοκρινολόγο που θα τα αξιολογήσει και να τα επανεξετάζουν κάθε χρόνο».
Τονίζεται ότι τα αντισώματα του θυροειδούς δεν προκαλούν κανένα εμφανές σύμπτωμα. Υποθυρεοειδισμός από αυτοαντισώματα : Ποια είναι η πραγματική σημασία των αντισωμάτων του θυρεοειδούς για την υγεία μας «Τα αντισώματα αυτά ερεθίζουν τον θυρεοειδή, ο οποίος συχνά διογκώνεται, κάνει δηλαδή βρογχοκήλη», λέει η κ. Αλεβιζάκη.
«Σύμφωνα με μελέτες της Μονάδας μας, η πιο συχνή αιτία που οι Έλληνες παρουσιάζουν βρογχοκήλη σήμερα είναι αυτά τα αυτοαντισώματα και όχι η έλλειψη ιωδίου, που ήταν συχνή αιτία βρογχοκήλης τα παλιότερα χρόνια. Εκτός από τη διόγκωση που προκαλούν, τα αντισώματα αυτά μπορεί να είναι και τοξικά για τον θυρεοειδή, δηλαδή να τον καταστρέφουν και να προκαλούν έτσι υποθυρεοειδισμό. Αν αυτό συμβεί, χορηγείται θεραπεία με θυροξίνη και η διαταραχή αποκαθίσταται εντελώς». Το συνηθέστερο όμως στην αυτοάνοση θυρεοειδίτιδα είναι τα αντισώματα αυτά απλώς να προδιαθέτουν για υπολειτουργία του αδένα, η οποία μπορεί να συμβεί σε κάποιο μετέπειτα χρόνο. Η μετάπτωση σε υποθυρεοειδισμό γίνεται συνήθως με βραδείς ρυθμούς. Πολλές φορές τα αντισώματα μπορεί να παραμένουν θετικά επί σειρά ετών και το άτομο αυτό να μην αναπτύξει ενδεχομένως υποθυρεοειδισμό ποτέ στη διάρκεια της ζωής του. Η παρουσία των αντισωμάτων μπορεί να συνοδεύει και άλλη διαταραχή, την υπερλειτουργία του θυρεοειδούς, η οποία είναι πιο σπάνια από τον υποθυρεοειδισμό.
Τι κάνει ο θυρεοειδής αδένας :
Ο θυρεοειδής είναι σημαντικός ενδοκρινής αδένας που ρυθμίζει τις καύσεις και τον μεταβολισμό στον οργανισμό μας. Βρίσκεται στο μπρος τμήμα του τραχήλου μας και έχει σχήμα θυρεού. Οι ορμόνες τις οποίες παράγει, η θυροξίνη (Τ4) και η τριιωδοθυρονίνη (Τ3), μεταφέρονται με την κυκλοφορία του αίματος σε όλα τα κύτταρα του οργανισμού, όπου ρυθμίζουν διάφορες σημαντικές κυτταρικές λειτουργίες. Μεταξύ αυτών και την κατανάλωση ενέργειας στους ιστούς.
Ο θυρεοειδής είναι σημαντικός ενδοκρινής αδένας που ρυθμίζει τις καύσεις και τον μεταβολισμό στον οργανισμό μας. Βρίσκεται στο μπρος τμήμα του τραχήλου μας και έχει σχήμα θυρεού. Οι ορμόνες τις οποίες παράγει, η θυροξίνη (Τ4) και η τριιωδοθυρονίνη (Τ3), μεταφέρονται με την κυκλοφορία του αίματος σε όλα τα κύτταρα του οργανισμού, όπου ρυθμίζουν διάφορες σημαντικές κυτταρικές λειτουργίες. Μεταξύ αυτών και την κατανάλωση ενέργειας στους ιστούς.
Ένας από τους ενδοκρινείς αδένες του ανθρώπινου σώματος είναι ο θυρεοειδής αδένας. Λειτουργία του σημαντικού αυτού οργάνου, αποτελεί η παραγωγή θυρεοειδικών ορμονών οι οποίες είναι απαραίτητες για την φυσιολογική αύξηση, ανάπτυξη, τη ρύθμιση των μεταβολικών διεργασιών του οργανισμού για την εύρυθμη λειτουργία όλων των συστημάτων. Η ανεπάρκεια των θυρεοειδικών ορμονών στο αίμα έχει σαν αποτέλεσμα την πρόκληση του κλινικού συνδρόμου που λέγεται υποθυρεοειδισμός. Η ανεπάρκεια αυτή στην ενδομήτρια ζωή και τη νεογνική ηλικία έχει δυσμενή επίπτωση στην ωρίμανση του εγκεφάλου και στη σωματική αύξηση και ανάπτυξη. Στην παιδική ηλικία παρατηρείται καθυστέρηση σωματικής αύξησης, ενώ στους ενήλικες εκδηλώνεται ως γενική επιβράδυνση των ζωτικών λειτουργιών. Η πλειοψηφία των περιπτώσεων υποθυρεοειδισμού οφείλεται στη χρόνια θυρεοειδίτιδα (Hashimoto) η οποία αποτελεί μια βραδέως εξελισσόμενη αυτοάνοση πάθηση του θυρεοειδούς. Στην πάθηση αυτή υπάρχει συνεχής αντικατάσταση του υγιούς παρεγχύματος από λεμφοκύτταρα και ινώδη ιστό. Περισσότεροι από 90% των ασθενών με χρόνια αυτοάνοση θυρεοειδίτιδα έχουν υψηλό τίτλο αντιθυρεοειδικών αντισωμάτων. Μπορεί να συμβεί σε οποιαδήποτε ηλικία αλλά συχνότερα προσβάλλει γυναίκες μέσης ηλικίας. Οι ασθενείς πολύ πιθανόν να έχουν ατομικό ή οικογενειακό ιστορικό άλλων αυτοάνοσων νοσημάτων όπως λεύκη, αλωπεκία, σακχαρώδη διαβήτη, επινεφριδιακή ανεπάρκεια, υποπαραθυρεοειδισμό, μυασθένεια Gravis, κακοήθη αναιμία. Η θυρεοειδίτιδα Hashimoto αρχικά συνήθως εμφανίζεται με διόγκωση του θυρεοειδή (βρογχοκήλη) ασυμπτωματική, χωρίς κλινική ή βιοχημική εικόνα υποθυρεοειδισμού ή με ήπιο υποθυρεοειδισμό.
Πριν από τον εμπλουτισμό του αλατιού με ιώδιο, η ιωδοπενία αποτελούσε πολύ συχνό αίτιο υποθυρεοειδισμού. Αλλά και η υπερβολική λήψη ιωδίου παρεμποδίζει την σύνθεση των θυρεοειδικών ορμονών προκαλώντας υποθυρεοειδισμό όχι σε υγιείς ανθρώπους χωρίς θυρεοειδοπάθεια άλλα σε ασθενείς με κάποια παθολογία στον θυρεοειδή. Πηγή υπερβολικής λήψης ιωδίου μπορεί να είναι διάφορα συμπληρώματα διατροφής, φαρμακευτικά σκευάσματα (Betadine), σκιαγραφικές ουσίες. Υποθυρεοειδισμός μπορεί να εμφανισθεί λόγω χορήγησης αντιθυρεοειδικών φαρμάκων που χρησιμοποιούνται στη θεραπεία του υπέρθυρεοειδισμού.
Αλλα φάρμακα είναι το λίθιο, η αμιοδαρόνη, ιντερφερόνη-α. ‘Ελεγχος με μέτρηση της TSH κάθε 6 με 12 μήνες πρέπει να γίνεται σε ασθενείς που παίρνουν αυτά τα φάρμακα. Επίσης η ταυτόχρονη λήψη φαρμάκων που επηρεάζουν την απορρόφηση της θυροξίνης σε ασθενείς υπό θεραπεία με θυροξίνη μπορεί να οδηγήσει σε υποθυρεοειδισμό. Παροδικός υποθυρεοειδισμός παρατηρείται κατά την εξέλιξη της υποξείας θυρεοειδίτιδας και της θυρεοειδίτιδας μετά τον τοκετό. Πολύ πιο σπάνια αίτια υποθυρεοειδισμού αποτελούν υποφυσιακή ή υποθαλαμική ανεπάρκεια, γενετικές διαταραχές στη σύνθεση των θυρεοειδικών ορμονών, αντίσταση στη δράση των θυρεοειδικών ορμονών. Η εγκατάσταση της κλινικής εικόνας είναι βραδεία και κατά κανόνα χρειάζεται μεγάλο χρονικό διάστημα προκειμένου να αναπτυχθεί όλο το κλινικό φάσμα.
Στους ενήλικες αρχικά εκδηλώνεται με μη ειδικά συμπτώματα, όπως λήθαργο, κόπωση, οίδημα προσώπου. Με την πάροδο των μηνών, τα συμπτώματα επιτείνονται και ασθενής παραπονείται για βράγχος φωνής , ξηρότητα δέρματος, αίσθημα αδικαιολόγητου ψύχους, βαρηκοία, υπνηλία, δυσκοιλιότητα, μικρή αύξηση του σωματικού βάρους, διαταραχές του κύκλου, δυσχέρεια συγκέντρωσης. Η κατάσταση επιδεινώνεται συνεχώς χωρίς θεραπεία και εξελίσσεται μέχρι μυξοιδηματικού κώματος. Η έλλειψη των θυρεοειδικών ορμονών μπορεί να εκδηλωθεί από τα επί μέρους συστήματα ως εξής:
- Δέρμα- Παρουσιάζεται κρύο, ωχρό, ξηρό και τραχύ με υπερκεράτωση. Οι τρίχες και τα νύχια είναι εύθρυπτα. Μειωμένη εφίδρωση
- Καρδιαγγειακό σύστημα- Βραδυκαρδία με μείωση της συσταλτικότητας της καρδιάς που επιβαρύνουν σημαντικά τυχόν συνυπάρχουσα καρδιοπάθεια.
- Αναπνευστικό- Επιπόλαιες και βραδείες αναπνοές.
- Γαστρεντερικό- Μειωμένη κινητικότητα του εντέρου με αποτέλεσμα τη δυσκοιλιότητα.
- Αίμα- Αναιμία.
- Κεντρικό νευρικό σύστημα- Βραδυψυχισμός, νωθρότητα αντιδράσεων, αδυναμία συγκέντρωσης, έλλειψη ψυχικής διάθεσης, υπνηλία, κατάθλιψη, ψυχωσικές αντιδράσεις.
- Μυικό- Σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα που εκδηλώνεται με αιμωδίες και παραισθησίες στα άκρα χέρια. Βραδύτητα της σύσπασης και χάλασης των μυών. Ο ασθενής παραπονείται για διάχυτους πόνους, μυικές κράμπες.
- Αναπαραγωγικό- Ολιγομηνόρροια ή αμηνόρροια ή μηνορραγίες.
Η διάγνωση γίνεται με βάση τη μέτρηση των επιπέδων των θυρεοειδικών ορμονών και της θυρεοειδοτρόπου ορμόνης (TSH).Οι θυρεοειδικές ορμόνες είναι χαμηλές σε όλες τις μορφές του υποθυρεοειδισμού. Η TSH είναι αυξημένη στον πρωτοπαθή υποθυρεοειδισμό(παθολογία στον θυρεοειδή) και χαμηλή στο δευτεροπαθή και τριτοπαθή υποθυρεοειδισμό(υποφυσιακή ή υποθαλαμική νόσο αντίστοιχα). Απαιτείται θεραπεία υποκτάστασης με θυροξίνη και στόχος είναι η αποκατάσταση και διατήρηση ευθυρεοειδισμού με τιμές FT4 και TSH στο ευθυρεοειδικό τους εύρος. Οι ασθενείς παρουσιάζουν κλινική βελτίωση δύο βδομάδες μετά την έναρξη της θεραπείας με πλήρη ανάρρωση σε λίγους μήνες. Επαναξιολόγηση του ασθενούς και μέτρηση της T4 και TSH πρέπει να γίνεται μετά από τρεις με έξι βδομάδες και αναλόγως ρύθμιση της δόσης.
Σχόλια